ΤΑ ΟΡΛΩΦΙΚΑ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ
Γ’ ΜΕΡΟΣ: ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΚΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΜΑΡΤΥΡΑ ΔΑΣΚΑΛΟΓΙΑΝΝΗ
Γράφει: Γιώργος Αλεβίζος – Πρόεδρος Μικρασιατών
Ποντίων και Αρμενίων Σητείας
Οκτώ μέρες περίμεναν οι Τούρκοι να χτυπήσουν τους Σφακιανούς. Με γρήγορους ρυθμούς ο Δασκαλογιάννης ειδοποιούσε τα γυναικόπαιδα να φτάσουν, να μπουν στα καράβια για να γλιτώσουν. Σε όλο αυτό το θλιβερό διάστημα ο Πρωτόπαπας των Σφακίων παρέμενε δίπλα στον Δασκαλογιάννη, χωρίς να ξεστομίσει ούτε μία λέξη για τις προειδοποιητικές κουβέντες σχετικά με το να μη βιαστούν για τον ξεσηκωμό. Οι χριστιανοί γνώριζαν τη δύσκολη θέση τους. Οι αρχηγοί γνώριζαν το μάταιο αγώνα τους, όμως έπρεπε να σταθούν. Να προλάβουν να φύγουν τα γυναικόπαιδα βάσει του σχεδίου του Δασκαλογιάννη. Μετά από δύο μέρες έφυγαν οι Σφακιανοί αφήνοντας 300 νεκρούς, ανακατεμένους με 1.200 Τούρκους σκοτωμένους.
Οι Τούρκοι, τραβώντας προς την Ανώπολη, έκαψαν το Βροντά, το Βρασκιά, τους Κομητάδες, το Μεσοχώρι, το Γεωργίτσι και το Θόλος. Όταν έφτασαν στα πλούσια Σφακιά, τα λεηλάτησαν και τα έκαψαν. Ο δρόμος των γυναικόπαιδων προς το Λουτρό ήταν μια κραυγή πόνου, θρήνου και κατάρας προς τον Δασκαλογιάννη και τους πρωταίτιους των χαμών τους. Ο Δασκαλογιάννης έστειλε με δύο συνοδούς τη γυναίκα του, την Σγουρομάλλινη ή Ξανθομάλλινη, μαζί με τις δύο κόρες του Μαρία και Ανθούσα να μπουν στο καράβι του. Περιπετειωδώς λαβώθηκε η μάνα, τη νόμιζαν νεκρή οι κόρες που είχαν απομακρυνθεί. Γύρισαν να την ψάξουν και έπεσαν στα χέρια των Τούρκων, οι οποίοι, μαθαίνοντας ότι ήταν κόρες του Γενικού Αρχηγού, τις πήγαν στον Σερασκέρη Χασάν πασά στο Φραγκοκάστελλο. Η μάνα, παρά τους πόνους της, κατάφερε να φτάσει σε ένα από τα καράβια τους, μη γνωρίζοντας για την τύχη των κορών της. Νόμιζε ότι είχαν φτάσει νωρίτερα στα καράβια. Ο Δασκαλογιάννης, αφού τακτοποίησε τις φρουρές, κατέβηκε στον λιμένα του Λουτρού για να δει τι απόγινε η γυναίκα του και τα παιδιά τους. Στην ακρογιαλιά δεν βρισκόταν καμία οικογένεια. Όλες είχαν μπει στα καράβια, τα οποία λόγω τρικυμίας είχαν βγει αρόδο για να αποφύγουν τυχόν αιφνιαδιαστική επίθεση των Τούρκων.
Με βάρκα έφτασε ο
Δασκαλογιάννης στο μεγάλο καράβι του, όπου είχε παραγγείλει να επιβιβαστούν η
γυναίκα του και οι κόρες τους για να πάνε στα Κύθηρα, όπου βρίσκονταν τα
υπόλοιπα τέσσερα τους παιδιά. Τα δύο μικρότερα κορίτσια και τα αγόρια τους
Ανδρέας και Νικόλας. Πάνω στο πλοίο ο Δασκαλογιάννης αντίκρυσε την πληγωμένη
γυναίκα του, την Σγουρομάλλινη και έμαθε για τον χαμό των κοριτσιών του. Με μια
τρομερή κραυγή πόνου άρχισε να χτυπιέται στην κουπαστή «Μαρία! Ανθούσα!». Μα η τρικυμία έπαιρνε τη
φωνή του. Η οδύνη του ήταν ασυγκράτητη. Φώναζε σαν τρελός, με την σκέψη τι
θ’απογίνουν οι όμορφες, ευγενικές του κόρες στα χέρια των Τούρκων. Ήθελε να
παραδοθεί στον Σερασκέρη, να προλάβει το χαμό κι άλλων χριστιανών, να δει και
τι απέγιναν οι κόρες του. Τότε έμαθε ότι οι Τούρκοι, την προηγούμενη μέρα,
φώναζαν στους Σφακιανούς να παραδοθούν.
Ο Δασκαλογιάννες κάλεσε στον Πόρο τους εκεί ευρισκόμενους καπεταναίους για να
συσκεφτούν τι θα κάνουν. Όταν συγκεντρώθηκαν όλοι, ξεκίνησε να λέει:
- «Αδέρφια, ως ήρθαν τα πράμματα, μετά την άτιμη απάτη των Ρώσων και την
καταστροφή που’ρθε στην επαρχία μας, πρέπει γρήγορα να δοθεί ένα τέλος. Εγώ
είμαι η αιτία της καταστροφής. Εγώ σας επαρέσυρα κι έγινα η αιτία του χαμού των
Σφακιανών. Πρέπει να παραδοθώ στον Σερασκέρη για να γλιτώσετε εσείς και τα
παιδιά σας».
- «Δεν έχεις τέτοιο δικαίωμα», του φώναξε ο Πρωτόπαπας. «Η παράδοση θα ήταν
ατιμία για μας. Τέτοια ιστορία δεν έχουμε εμείς».
- «Κι όμως πρέπει, ξάδερφε Πρωτόπαπα».
- «Κανένας δεν μπορεί να σου φωνάξει σαν εμένα που αντιστάθηκα στην επανάσταση.
Ότι γίνηκε, γίνηκε. Ήταν βουλή Θεού. Εδά η αντρειά και η τιμή μας ελέει να
βαστάξομε κι όπου βγει. Γιάντα να χάσομε ότι δεν μας επήρανε; Την τιμή μας;».
Με τον Πρωτόπαπα
συμφώνησαν όλοι οι καπεταναίοι να μην παραδοθεί ο Γενικός Αρχηγός τους. Σαν
τελείωσε η σύσκεψη, έφτασε ο Γ. Σκορδύλης που είχαν στείλει στον Μαυρομιχάλη,
για να μάθουν τι είχε συμβεί στον Μωριά. Μεγαλόφωνα ο Δασκαλογιάννης διάβασε το
γράμμα του Μαυρομιχάλη. Για την συμφορά που βρήκε τον Μωριά, τα βάσανα που
ακολούθησαν τη φευγάλα του ρωσικού στόλου, το σκόρπισμα των επαναστατών. Στο
τέλος, ο Μαυρομιχάλης του διπλοπαράγγελνε να μην εμπιστευθεί τον Βεζύρη της
Κρήτης, διότι αν του παραδινόταν, θα τον «χαλούσε» (σκότωνε).
Ο Δασκαλογιάννης έγραψε στον Σερασκέρη, ο οποίος βρισκόταν στον Εμπρός Γιαλό,
για την αντρείκια απόφαση των Σφακιανών να πολεμήσουν ως το τέλος, προκειμένου
να εκδικηθούν τις ατιμίες των Τούρκων εναντίον των γυναικόπαιδων και τις
άδικες, αδικαιολόγητες καταστροφές των χωριών τους.
Δύο μέρες κράτησαν οι σκληρές μάχες του Φάραγγα. Εκατό γυναικόπαιδα που δεν
πρόλαβαν να φτάσουν στα καράβια, έπεσαν στα νύχια των Τούρκων. Σωροί τα πτώματα
των Τούρκων. Κάποιος δυστυχισμένος «σακουλιέρης» χριστιανός οδήγησε τους
Τούρκους στα νώτα των Σφακιανών, οι οποίοι βρέθηκαν περικυκλωμένοι. Ο
Δασκαλογιάννης, ο οποίος διεύθυνε τη
μάχη από το εκκλησάκι του Αρχάγγελου Μιχαήλ - του Αϊ Στράτηγου, αντιλήφθηκε τον
μεγάλο κίνδυνο που διέτρεχαν οι μαχητές του. Το δράμα του Φάραγγα ήταν
ανατριχιαστικό. Η καταστροφή ήταν τρομερή. Κανένας από τους ηρωικούς πολεμιστές
δεν είπε βαριά λέξη στον συντετριμμένο άτυχο Αρχηγό, ο οποίος καθόταν χλωμός με
σκυφτό το κεφάλι στην άκρη του βουνού.
Μετά τις τακτικές μάχες ακολούθησε συστηματικός κλεφτοπόλεμος. Δεν πατήθηκε η
Σαμαριά. Τα νεύρα των Τούρκων ήταν σακατεμένα. Οι ηρωικοί Σφακιανοί επέκτειναν
την εκδίκηση τους πέραν της περιοχής τους. Χαράδρα δεν απέμεινε που να μην
δεχτεί κουφάρια Τούρκων. Έφτασαν τις 4.000 οι νεκροί, χώρια οι βαριά
τραυματίες. Ο Σερασκέρης δεν μπορούσε να φύγει από τα Σφακιά. Ήταν δεσμώτης της
κατάστασης που είχαν δημιουργήσει οι ηρωικοί Σφακιανοί. Ήταν αργά πια για
να’ρθει σε συνθηκολόγηση με τους Σφακιανούς, οι οποίοι δεν είχαν λόγο να
βιαστούν.
Κατηφής και αμίλητος ήταν ο Δασκαλογιάννης μετά την καταστροφή. Ο πόνος του για
τις δύο όμορφες κόρες του, ο θάνατος, η συμφορά απλωμένη γύρω του, του ζητούσαν
μια εκούσια θυσία για εξιλασμό. Βρισκόταν στην Κρούσια, όταν έλαβε το γράμμα
του Βεζύρη «πως εγγυάται την καλή πίστη του Πασά. Πως αν παραδοθεί, όχι μόνο
δεν θα πάθαινε τίποτα, μα και οι κόρες του θα’μεναν ελεύθερες. Κι ο ίδιος και
οι άλλοι αιχμάλωτοι Σφακιανοί θα ζούσαν πάλι σαν πρώτα απείραχτοι».
Ήθελε ο Δασκαλογιάννης να
πεθάνει. Πρωτύτερα όμως ήθελε να δει τις κόρες του, να πετύχει τη συγχώρεση
τους για το φρικτό κακό που τους έκανε, παρά τις αντιρρήσεις του Πρωτόπαπα και
των καπεταναίων. Παρασυρμένος ο Δασκαλογιάννης από την οδύνη και την ανάγκη
μιας θυσίας για τους άλλους, αποχαιρέτησε στα Κρούσια τους συντρόφους του, τους
καπεταναίους. Έκλαψε, τους φίλησε και τους άφησε με την πίκρα του άδικου μα
επιζήμιου χαμού του. Η παράδοση του έφερε πιο μεγάλο κακό από ολόκληρο τον
πρόωρο αγώνα.
Κατέβηκε με τον αδελφό Σγουρομάλλη και με έξι παπάδες στην Ανώπολη. Παραδόθηκε
στον πασά που κρατούσε την περιοχή με 6.000 Τούρκους. Όταν τον είδε ο πασάς της
Ανώπολης, διέταξε χαρούμενος ένα ισχυρό σώμα να συνοδεύσει τον Δασκαλογιάννη
και τους συντρόφους του στο φρούριο του Σερασκέρη, στο Φραγκοκάστελλο όπου βρισκόταν
ο Βεζύρης. Στη συνάντηση τους, ο Βεζύρης ρώτησε τον Δασκαλογιάννη:
- «Καπετάν Δάσκαλε, ποιά τόνε τα παράπονα σου και των Σφακιανών και κάμετε την
τρέλα να επαναστατήσετε; Και να θέλετε να ξεσηκώσετε τους άλλους χριστιανούς;».
- «Έχεις δίκιο πασά μου. Όσο κι αν είναι ψηλά τα βουνά μας. Οι στεναγμοί των
εδικών μας εφτάνανε ως εκεί πάνω. Συγγενείς φθάνανε στα σπίτια μας σακατεμένοι,
γδυμνοί, τσακισμένοι, να μας λένε τα βάσανα τους από τσοι γενίτσαρους. Κάμε το
δικό σου και κρίνε».
Ο Σερασκέρης, ποντάροντας
στους κρυμμένους θησαυρούς του Δασκαλογιάννη (που όμως τους είχε ξοδέψει για
τις ανάγκες του ξεσηκωμού) και για να του δείξει δήθεν φιλία, παρήγγειλε να του
φέρουν τη μεγάλη του κόρη, την Μαρία.
Η συνάντηση του ηττημένου πατέρα και της σκλαβωμένης κόρης ήταν τραγική.
Μοιρολογούσαν και τη χαμένη κόρη, την Ανθούσα που κανένας δεν ήξερε και ποτέ
δεν έμαθε τι απέγινε. Ίσως να σκοτώθηκε από απελπισία, όταν άρχισαν να την
πουλούν από χέρι σε χέρι, διαισθανόμενη την αθλιότητα που την περίμενε. Από
μετέπειτα έρευνες διαπιστώθηκε ότι η οικογένεια Δασκαλογιάννη δεν χάθηκε.
Ο Σερασκέρης και ο Δασκαλογιάννης, την τελευταία Κυριακή του Οκτωβρίου 1770,
έστειλαν με «σακουλιέρηδες» δύο γράμματα για τις συνθήκες και τους όρους
υποταγής των Σφακιανών. Τους υποχρέωνε να αποδεχθούν ως ανώτατη αρχή της Κρήτης
την τουρκική κυβέρνηση, να πληρώνουν φόρο 5.000 γρόσια ετησίως και να μην
παραδώσουν τα όπλα τους. Εμπιστευόμενοι δε την ζωή του Αρχηγού τους στην
τιμιότητα και την υπόσχεση της εξοχότητας του Βεζύρη. Σιωπηλά και θλιμμένα
αποδέχτηκαν οι Σφακιανοί την απροσδόκητη υποτέλεια τους. Άφησαν να σταλεί το
υποτακτικό τους γράμμα. Η σκληρή ανάγκη τους το επέβαλε. Ευχαριστήθηκαν οι
Τούρκοι που έληξε ο αγώνας προτού ακόμη μπει ο χειμώνας. Στο κάλεσμα του
Σερασκέρη να κατέβουν οι καπεταναίοι για να υπογράψουν τη συνθήκη με το
δικαίωμα να διατηρήσουν τα άρματα τους, ήλθαν 82 καπεταναίοι και προεστοί. Δάγκωναν
τα χείλη τους και έτριζαν τα δόντια τους, μα ήταν ανίκανοι να αμυνθούν.
Ο Σερασκέρης με τον στρατό του, σέρνοντας τους αιχμαλώτους φορτωμένους με τα
λάφυρα που είχε αρπάξει, κίνησε για το Μεγάλο Κάστρο (Ηράκλειο). Πίσω από το
άλογο του Σερασκέρη, οι μόνοι καβαλάρηδες μεταξύ των αιχμαλώτων ήταν ο
Δασκαλογιάννης και η κόρη του Μαρία. Μπαίνοντας στο Κάστρο, χτύπησαν εκατό
κανονιές. Οι Τούρκοι υποδέχτηκαν τους αιχμαλώτους με βρισιές και φτυσίματα. Η
οδύνη των χριστιανών του Κάστρου ήταν απερίγραπτη. Από το δωμάτιο όπου ήταν
περιορισμένος με την κόρη του ο Δασκαλογιάννης, άκουγε κάθε τόσο τη βοή του
τουρκικού λαού που ζητούσε το θάνατο του και όλων των αιχμαλώτων. Έκλαιγε νύχτα
μέρα. Όχι για τον επικείμενο θάνατο του, αλλά για το κακό που προκάλεσε η
ευπιστία του στους Ρώσους.
Στις 17 Ιουνίου 1771,
ημέρα Παρασκευή, ο Χασάν πασάς Τοκματζαδές προανήγγειλε την εκτέλεση. Όλη η
Τουρκιά ήταν μαζεμένη στην πλατεία Συντριβανίου, όπου βρίσκεται η κρήνη του
Μοροζίνη. Όπως λέει η παράδοση, σε έναν από τους πλάτανους είχαν φτιάξει ένα
πάλκο, όπου ως καρέκλα είχαν στύλους καρφωμένους. Αφού έγδυσαν τον
Δασκαλογιάννη, τον έδεσαν καλά - χέρια, πόδια και μέση- για να είναι εντελώς
ακίνητος. Περίμεναν να φέρουν και τον αδελφό του, τον Χατζή Σγουρομάλλη,
πισθάγκωνα δεμένο. Τον τοποθέτησαν απέναντι από τον μάρτυρα για να είναι διπλός
ο πόνος. Σαν αντικρύθηκαν οι δύο αδελφοί, αφήκαν τρομερή φωνή πόνου. Κατάλαβαν
τι τους περίμενε. Ο δήμιος άρχισε τη δουλειά – να γδέρνει τον Δασκαλογιάννη από
την κεφαλή ως το στήθος. Πάρε κι άλλη λωρίδα, του φώναζε ο δήμιος. Όλοι
γελούσαν, και πρώτος ο Βεζύρης.
Ο Δασκαλογιάννης, καθόλη την διάρκεια του μαρτυρίου, δεν είπε λέξη. Μόνο ένα
φρικτό, θρηνητικό «ωχ» άφηνε. Τίποτα άλλο. Ο Σγουρομάλλης δεν άντεξε να βλέπει
το μαρτύριο του αδελφού του ως το τέλος. Έχασε τα μυαλά του, τρελάθηκε. Έμεινε
τρελός ως το τέλος της ζωής του. Όταν ολοκληρώθηκε το μαρτύριο, άφησαν εκεί δύο
μέρες τις άμορφες σάρκες, ώσπου ο Βεζύρης έδωσε στους χριστιανούς την άδεια να
τον θάψουν. Τέσσερεις άνδρες πήραν το σώμα του μάρτυρα και το έθαψαν.
Μετά το θάνατο του
Δασκαλογιάννη, ο Βεζύρης χάρισε την Μαρία στον Ντεφτενρτάρη, έναν καλό και
ηθικό άνθρωπο, χωρίς να αλλαξοπιστήσει η Μαρία Δασκαλογιάννη. Έκανε δύο παιδιά
στην Κωνσταντινούπολη, όπου είχαν κατοικήσει. Το 1806 πέθανε ο καλός σύζυγος
Ντεφτενρτάρης. Τον πλούτο που άφησε στην Μαρία εκείνη τον σκορπούσε αγαθοεργίες
και στον αγώνα του 1821.
Ένα χρόνο αργότερα, στο σπήλιο του Κουδουνιού, πέθανε ταλαιπωρημένος μαζί με
δύο άλλους ο σοφός Πρωτόπαπας. Τον θρήνο και την οιμωγή κάλυψε σιγά σιγά η
σιωπή της οδύνης στην ερημωμένη επαρχία των Σφακίων, η οποία είχε απώλειες
5.000 νεκρούς και αιχμαλώτους. Απόμειναν μόνο 4.000 κάτοικοι από τους 12.000
που είχε, καθώς άλλοι έφυγαν προς τα Επτάνησα, τη Ρωσία και αλλού. Όσοι είχαν
καράβια, τα μετέτρεψαν σε κουρσάρικα, μόνο κατά των Τούρκων.
Με τον μαρτυρικό του
θάνατο ησύχασε ένας από τους πρώτους μάρτυρες της Τουρκοκρατίας, ο πρωτοπόρος,
ο πρωτομάρτυρας Δασκαλογιάννης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου