Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2019

Σύλλογος Μικρασιατών Ποντίων και Αρμενίων Σητείας: Συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από τη στυγερή ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ των Ελλήνων του Πόντου.

Για 21η συνεχή φορά από τον προαύλιο χώρο του Αγίου Ιωάννη στα Λειβάδια Σητείας στα πλαίσια της εκδήλωσης μνήμης της ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑΣ των Ελλήνων της Ανατολής, των Ποντίων, των Αρμενίων. Ο Σύλλογος Μικρασιατών Ποντίων και Αρμενίων Σητείας, συνεχίζει τη προσπάθεια για την ανάδειξη και εξιστόρηση γεγονότων της Μικρασιατικής καταστροφής, των Αλησμόνητων Πατρίδων.


Ναι, οι πατρίδες τις Ανατολής δεν είναι χαμένες, είναι αλησμόνητες. Και ζουν μέσα στις καρδίες μας, όσο διατηρούμε τα μάτια του μυαλού και της ψυχής μας.

Διότι δεν έχει νόημα να οργανώνονται αγώνες και εκδηλώσεις μνήμης για κάτι που έχει πιά χαθεί.

1919-2019. Συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από τη στυγερή ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ των Ελλήνων του Πόντου. Σχετική η σημερινή μας ομιλία «Ο Κρυπτοχριστιανισμός στη διάσωση του Ποντιακού Ελληνισμού».

Λειβάδια –Αγ. Ιωάννης








Ο Κρυπτοχριστιανισμός στη διάσωση του ΠΟΝΤΙΑΚΟΥ Ελληνισμού.

Ο Ελληνισμός του Πόντου αποτελεί προέκταση του πανάρχαιου Ελληνισμού της Μικράς Ασίας. Αφού ο πρώτος Ελληνικός αποικισμός του 11ου π.Χ αιώνα προεκτείνεται ως δεύτερος αποικισμός στα παράλια του Ευξείνου αρχές του 8ου π.Χ αιώνα.

Από την ουσιαστική πρωτεύουσα όχι μόνο της Ιωνίας, αλλά, και όλων των Ελλήνων της δυτικής Μικράς Ασίας, την Μίλητο, στο β΄μεγάλο αποικισμό (8ος-5ου π.Χ αιώνα) έχουν ιδρυθεί πάνω από 90 αποικίες σε όλα τα παράλια του Ευξείνου Πόντου.

Η Σινώπη, η Τραπεζούντα, το Πάριο, Διοσκουριάδα (σημερινό Σοχούμ), το Βαθύ (σημερινό Βατούμ), η Φάσις, η Θεοδοσία, το Παντικάπαιο, η Ολβία,ο Ίστρος, οι Τόμοι, η Οδησσός (σημερινή Βάρνα της Βουλγαρίας), η Ηράκλεια, είναι οι κυριότερες αποικίες που ίδρυσαν Μιλήσιοι στη κοσμογονική εκείνη περίοδο του Ελληνισμού σε ανατολή και δύση.

Η Φώκαια ιδρύει αποικίες στη δύση, στη νότια ακτή της Ισπανίας και της Γαλλίας, από το Γιβραλτάρ μέχρι τη Μασσαλία και τη Κορσική.

Τοιουτοτρόπως η Ιωνία εξακτινώνεται προς βορρά, Ελλήσποντο, Προποντίδα, παράλια Ευξείνου Πόντου και προς Δύση. Εκπέμποντας παράλληλα τα πολιτιστικά της μηνύματα στους ημιβάρβαρους και απολίτιστους λαούς αυτών των περιοχών.

Αν εξαιρέσουμε το Σωκράτη, το Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, όλοι οι φιλόσοφοι της αρχαίας Ελλάδας ήταν Μικρασιάτες. Από τη Μίλητο ο Θαλής, ο Αναξίμανδρος, ο Αναξιμένης. Από τις Κλαζομενές ο Αναξαγόρας. Από την Κολοφώνα ο Ξενοφάνης. Από την Έφεσσο ο Ηράκλειτος.

Με την ανάπτυξη των επιστημών έχουμε στην Γεωγραφία τον Εκαταίο τον Μιλήσιο, στην ιστορία τον Ηρόδοτο, από την Αλικαρνασσό, στη Χωροταξία τον Ιππόδαμο από τη Μίλητο.

Οι Έλληνες που αποίκισαν την περιοχή του Πόντου ιδιαίτερα τα παράλια ίδρυσαν δικούς τους ξεχωριστούς οικισμούς ή εγκαταστάθηκαν σε ήδη προϋπάρχοντες τους οποίους και έχουν εξελληνίσει. Καθότι οι ελληνικές αποικίες της αρχαιότητας λειτούργησαν ως πυρήνες εξελληνισμού και εκπολιτισμού των αλλόφυλων λαών της περιοχής τους.

Η Σινώπη με αποίκους από τη Μίλητο θεωρείται η πρώτη ελληνική αποικία του Πόντου (αρχές 8ου π.Χ αιώνα). Εξαπλούμενη ίδρυσε τις αποικίες τα Κοτύωρα, την Κερασούντα, και την Τραπεζούντα που εξελίχτηκε σε μητρόπολη του Ελληνισμού του Πόντου,

Μετά την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως το 1204 από τους σταυροφόρους της 4ης Σταυροφορίας δημιουργήθηκε στην περιοχή του Πόντου η Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας. Η οποία συνέχισε τον ιστορικό της ρόλο μέχρι και το 1461, όταν πλέον ολοκληρώθηκε και παγιώθηκε η οθωμανική κατάσταση της Μικράς Ασίας από τον Μωάμεθ Β’ τον Κατακτητή.

Οι κύριες δυνάμεις που διαμόρφωσαν την πολιτιστική ζωή των Ελλήνων στη βυζαντινή Ανατολή, ήταν η βυζαντινή διοίκηση και η Ορθόδοξη Εκκλησία. Οι τουρκικές κατακτήσεις κατέλυσαν τη βυζαντινή διοίκηση στη Μικρά Ασία. Εξίσου κρίσιμες ήταν και οι επιπτώσεις των τουρκικών κατακτήσεων στη δομή της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Σύμφωνα με τους επισκοπικούς καταλόγους του 15ου αιώνα από τις 56 μητροπόλεις της Μ. Ασίας (13ος αι.) παρέμειναν μόνο 17. Από τους 421 επισκόπους (1204) έμειναν μόνο 3. Ωστόσο ο θαλερός πανάρχαιος και βυζαντινός ελληνισμός της Μ. Ασίας, παρά τις τεράστιες απώλειες, μπόρεσε να αντέξει στην καταιγίδα των μαζικών διωγμών και εξισλαμισμών της οθωμανοκρατίας.

Κατά τον Π. Καρολίδη όταν πρωτοεμφανίστηκαν οι Οθωμανοί Τούρκοι στη Μ. Ασία (13ο αιώνα) αριθμούσαν περίπου 50.000 άτομα. Ενώ την ίδια περίοδο οι κάτοικοι της Μ. Ασίας, οι περισσότεροι χριστιανοί με ελληνική παιδεία, ξεπερνούν τα 20.000.000.

Αρχές του 20ου αιώνα αυτά τα πληθυσμιακά μεγέθη ανατρέπονται. Οι οθωμανοί Τούρκοι ανεβαίνουν σε 9.000.000 ενώ οι Χριστιανοί κατεβαίνουν σε 2.300.000 άτομα σύμφωνα με το υπόμνημα του Οικουμενικού Πατριαρχείου προς τη διάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων (Μάρτιος, 1919).

Η κάθετη αυτή αντιστροφή των πληθυσμιακών μεγεθών κυρίως οφείλεται:

1. Στους βίαιους μαζικούς εξισλαμισμούς, οι οποίοι φτάνουν στη μεγαλύτερη έξαρση τους το 17ο αιώνα.

2. Στην τακτική του παιδομαζώματος, που εφαρμόστηκε για 400 περίπου χρόνια (1425-1721).

3. Στην εποικιστική πολιτική των Σουλτάνων, όπου σε περιοχές με πολυπληθές ελληνοχριστιανικό στοιχείο εγκαθιστούσαν, βάσει σχεδίου, μουσουλμανικούς πληθυσμούς άλλων περιοχών με στόχο τη σταδιακή μείωση και καθ’ οιοδήποτε τρόπο εξόντωση των χριστιανών.

Εκτός όμως από την αισθητή μείωση του χριστιανικού ελληνικού στοιχείου, οι εξισλαμισμοί είχαν ως διεξόδους σωτηρίας και τρείς άλλες συνέπειες:

1. Την καταφυγή των χριστιανών στο εσωτερικό της χώρας, σε ορεινές και απρόσιτες περιοχές. Κυρίως όπου υπήρχαν μοναστήρια, τα οποία είχαν τη προστασία των Σουλτάνων. ‘Όπως τα μοναστήρια του Πόντου Παναγίας Σουμελά, Αγ. Γεωργίου Περιστερεώτα, Αγ. Ιωάννη Βαζελώνα κ.α.

2. Την καταφυγή σε χώρες του εξωτερικού (Ρουμανία, Καύκασο, Ρωσία).

3. Την καταφυγή στον κρυπτοχριστιανισμό.

Στη περιοχή της Μ. Ασίας λειτούργησαν σε μεγάλο βαθμό και οι τρείς αυτές διέξοδοι σωτηρίας, ακριβώς διότι οι εξισλαμισμοί ήταν συχνοί και μαζικοί.

Έτσι, ερμηνεύεται η κάθετη πτώση του χριστιανικού στοιχείου όλου του μικρασιατικού χώρου από τα 20.000.000 στα 2.300.000 άτομα.

Κι όμως αυτός ο ελληνισμός, το απομεινάρι του εντυπωσιακού αριθμητικού μεγέθους των 20.000.000 μπόρεσε όχι μόνο να επιβιώσει αλλά και να δημιουργήσει τον περίλαμπρο ελληνικό μικρασιατικό πολιτισμό του 2ου μισού το 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα, μέχρι τη Μικρασιατική καταστροφή.

Κάποιες από τις μεταρρυθμίσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θεσμοθέτησαν τολμηρότερα βήματα στη πολιτική και κοινωνική ζωή της χώρας.

Το 1856 με το ΧάττιΧουμαγιούν (Λαμπρή Γραφή) εγκαινιάζεται νέα εποχή στις μεταρρυθμίσεις:

· Αναγνωρίζονται στις χριστιανικές κοινότητες όλα τα προνόμια που χορηγήθηκαν από παλαιότερα

· Στους χριστιανούς παρέχονται θρησκευτικές και πολιτικές ελευθερίες.

· Καταργούνται οι πάσης φύσεως διακρίσεις λόγω θρησκείας, γλώσσας, εθνικής καταγωγής. Τιμωρούνται όσοι τολμήσουν να κάνουν χρήση κάποιου αντίστοιχου προσβλητικού χαρακτηρισμού.

· Όλες οι λατρείες ασκούνται ελεύθερα.

Είναι βέβαιο ότι το ΧάττιΧουμαγιούν εγκαινιάζει νέα ζωή και κίνηση στους χριστιανούς της Αυτοκρατορίας, οι οποίοι γνωρίζουν ότι όλες αυτές οι μεταρρυθμίσεις οφείλονται σε πιέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων, ιδιαίτερα της Αγγλίας και της Ρωσίας, οι οποίες υπολογίζονται από τους Τούρκους.

Με τις μεταρρυθμίσεις του ΧάττιΧουμαγιούν η κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη γίνεται ιδιαίτερα αισθητή με την πληθώρα των εκκλησιών, των σχολείων, των νοσοκομείων, τον κοινωνικών και φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, των πνευματικών δραστηριοτήτων , που σημαδεύουν τη καθημερινή ζωή του τελευταίου ελληνισμού της Μικράς Ασίας. Επίσης οι Έλληνες έχουν οργανωθεί σε ελληνορθόδοξες κοινότητες οι οποίες, παραμονές της ανταλλαγής υπολογίζονται γύρω στις 2.150 σε όλο το μικρασιατικό χώρο, Μ. Ασία, Καππαδοκία, Πόντο.

Για τη περιοχή του Πόντου ο τουρκικός ζυγός ήταν ιδιαίτερα βαρύς λόγω της μεγάλης αποστάσεως του από τα μεγάλα διοικητικά κέντρα. Εκεί οι εξισλαμισμοί έγιναν πιο συστηματικά και εντατικά με τρείς σοβαρές συνέπειες:

1. Τον κρυπτοχριστιανισμό

2. Την αποχώρηση των Ελληνικών πληθυσμών στους ορεινούς όγκους, γύρω από τα μεγάλα μοναστήρια

3. Την καταφυγή σε χώρες του εξωτερικού.

Οι εξισλαμισμοί στον Πόντο δεν είναι άσχετοι με τον κρυπτοχριστιανισμό της περιοχής και πρέπει να αναζητηθούν στη περίοδο των φοβερών διωγμών και των βίαιων μαζικών εξισλαμισμών που γνώρισε η περιοχή.

Μετά τη τουρκική κατάκτηση, πολλοί Έλληνες αναγκάστηκαν να αποκτήσουν ψεύτικο όνομα και ψεύτικη θρησκεία λόγω των κίνδυνων που τους απειλούσαν. Οι διωγμοί που εξαπέλυσε ο κατακτητής στη περιοχή ανάγκασαν τον περισσότερο πληθυσμό να μετακινηθεί από τα παράλια στα ενδότερα και ψηλότερα. ‘Οπου και ιδρύθηκαν ή ενισχύθηκαν οι μετέπειτα ανθηροί οικισμοί Κρώμνη, Σάντα, Σταυρίν κ.α.

Εκεί ακριβώς εντοπίζονται οι συμπαγείς όγκοι των κρυπτοχριστιανών του Πόντου. Οι κάτοικοι της περιοχής, οι Κρωμιώτες ή Κρωμλήδες αποφάσισαν να δεχτούν φαινομενικά μόνο τον Μωαμεθανισμό. Στην ουσία παρέμειναν χριστιανοί. Με τη διπλή αυτή ιδιότητα έγιναν και προστάτες των φανερών Χριστιανών. Τούτο επειδή οι Τούρκοι ανέθεσαν τη διοίκηση των χωριών σε κρυπτοχριστιανούςαρχιμεταλλουργούς, κατοχύρωσαν την εξουσία τους με φιρμάνια και προσάρτησαν σε αυτούς νέα χωριά και άλλες δασικές εκτάσεις.

Iδιαίτερα η Κρώμνη με αυτήν την ημιανεξαρτησία έγινε πόλος έλξης και κέντρο προστασίας των χριστιανών που κατέφυγαν εκεί. Τα πλεονεκτήματα όμως αυτά διατηρήθηκαν μέχρι το ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1829, οπότε τα μεταλλεία, τα προνόμια καταργούνται και περίπου 2000 οικογένειες κατέφυγαν στη Ρωσία.

Στις γύρω από την Τραπεζούντα περιοχές, στα παράλια, οι εξισλαμισμοί πήραν μεγάλη έκταση. Άλλοι από φόβο, άλλη από βία και ανάγκη, άλλοι από συμφέρον αρνούνται τη θρησκεία τους και ασπάζονται τον Μωαμεθανισμό. Έτσι εξηγείται και η αισθητή υπεροχή του μουσουλμανικού στοιχείου σε αυτά τα μέρη.

Κάπως συμπαγείς πληθυσμοί εμφανίζονται μόνο στη περιοχή της Παναγίας Σουμελά. Στου ορεινούς οικισμούς που ιδρύθηκαν μετά την Άλωση (1461) και ενισχύθηκαν σημαντικά με τους ομαδικούς διωγμούς του 17ου αιώνα. Όπου έφτανε η πνευματική ακτινοβολία και το προστατευτικό κύρος της ιστορικής μονής απαντάται αμιγές χριστιανικό στοιχείο.

Στην ορεινή Τόγια, δυτικά της Τραπεζούντας κατέφυγαν περίπου 8.000 οικογένειες (1670) διωγμένες από τον ισχυρό τοπάρχη Ομέρ πασά Ουτζουντζόγλου. Εκεί λίγο αργότερα εξισλαμίζονται ομαδικά διατηρώντας όμως την ελληνική (ποντιακή) τους γλώσσα. Είναι οι γνωστοί μέχρι σήμερα Τογιαλήδες.

Ταυτόχρονα υπό την πίεση των γειτονικών μαζών εξισλαμίζονται διατηρώντας τη γλώσσα τους οι χριστιανικοί πληθυσμοί της περιοχής Οφη (Οφλήδες) και Ριζαίου, ανατολικά της Τραπεζούντας. Ενώ άλλοι, αποφασίζουν να φύγουν στη Κριμαία, στο Αρχιπέλαγος και στη Βλαχία.

Μέσα σε τέτοιες δυσμενείς συνθήκες που δημιούργησαν οι διωγμοί και οι εξισλαμισμοί, ιδιαίτερα το 17ο αιώνα, κυοφορήθηκε ο κρυπτοχριστιανισμός στη περιοχή του Πόντου. Όχι μόνο ως διέξοδος σωτηρίας αλλά και ως αντιδύναμη σωτηρίας και διακώνισης της φυλής.

Οι κρυπτοχριστιανοί του Πόντου αναγκαστικό γέννημα των βίαιων εξισλαμισμών, θα αναπτύξουν αργότερα μια ιδιαίτερη αίσθηση αγωνιστικότητας απέναντι στις θρησκευτικές και πολιτικές αρχές της αυτοκρατορίας. Θα αποτελέσουν το λυτρωτικό καταφύγιο όσων κατά περιόδους διώκονταν και απειλούνταν με εξισλαμισμό ή αφανισμό.

Κρυπτοχριστιανοί λοιπόν θα πρέπει να θεωρούνται εκείνοι που στο διάστημα της τουρκοκρατίας εμφανίζονται ως μουσουλμάνοι, εσωτερικά όμως ένιωθαν ως Χριστιανοί, αφοσιωμένοι στη ορθόδοξη πίστη τους. Μιλούσαν τα ελληνικά, τη ποντιακή, μόνο στο σπίτι και ποτέ πέρα από τα οικογενειακά τους όρια.

Οι Κρυπτοχριστιανοί ήταν διασκορπισμένοι σ’όλο τον Πόντο σε πόλεις και χωριά. Κυρίως όμως στις ανατολικές περιοχές του.

Οι λόγοι που τους οδήγησαν σε αυτή την κατάσταση ποικίλουν. Άλλοι υποκρίνονται ότι εξισλαμίστηκαν για να αποφύγουν τα βάσανα της τουρκικής τυραννίας ή για να σώσουν τη ζωή τους εάν καταδικάζονταν σε θάνατο. Είτε εάν συκοφαντούνταν από Τούρκους ότι τάχα υποσχέθηκαν να αλλαξοπιστήσουν κι έπρεπε να πραγματοποιήσουν την υπόσχεσή τους.

Άλλοτε παλι, παιδιά από εξισλαμισμένους γονείς προσέρχονταν στον κρυπτοχριστιανισμό με κατάλληλο προσηλυτισμό, που συνήθως γίνονταν σε μοναστήρια με πολλή προσοχή και προφύλαξη.

Αλλά και μουσουλμανίδες, παντρεμένες με κρυπτοχριστιανούς, προσελκύονταν στον κρυπτοχριστιανισμό με χίλια δυο τεχνάσματα. Σημειωτέον ότι οι κρυπτοχριστιανοί ποτέ δεν έδιναν τι θυγατέρες τους σε μουσουλμάνους.

Κατά μια έννοια, ως κρυφή πίστη ο χριστιανισμός λειτουργεί και στις περιπτώσεις του πλήρους εξισλαμισμού των χριστιανών. Όχι μόνο όταν διατηρούν την ελληνική τους γλώσσα, αλλα και όταν τη χάνουν. Οι εξισλαμισμένοι εξακολουθούν να κρατούν τα ελληνικά και χριστιανικά έθιμα και να αισθάνονται οικειότητα και φιλία προς τους χριστιανούς. Φτάνουν σε σημείο να υψώνουν φωνή διαμαρτυρίας για να τους προστατέψουν όταν βρίσκονται σε κίνδυνο. Μεταδίδουν στα παιδιά τους την ανάμνηση των τύπων της χριστιανικής λατρείας. Εκδηλώνουν τη λατρεία τους στους Αγίους και στη Παναγία. Φυλάγουν ως ιερά κειμήλια διάφορα εκκλησιαστικά βιβλία, δισκοπότηρα, θυμιατήρια, αντιμήνσια, πατρογονικές βιβλιοθήκες. Σημαντικό είναι ότι με ιδιαίτερη περηφάνεια ομολογούν την ελληνική τους καταγωγή (Ιμάμογλου). Να σημειωθεί δε ότι από εξισλαμισμένους χριστιανούς προέρχονται οι σοφότεροι ιεροδιδάσκαλοι (Χοτζάδες), οι καλύτεροι αξιωματικοί και ναύτες και οι πιο επιδέξιοι έμποροι.

Βέβαιο είναι ότι οι αφόρητες συνθήκες που προκάλεσαν οι εξισλαμίσεις και που οδήγησαν στο κρυπτοχριστιανισμό, ίσχυσαν σε μεγαλύτερο βαθμό στη περιοχή του Πόντου, ώστε εκεί το φαινόμενο να παρουσιάζει ιδιαίτερα αισθητή έξαρση. Οι λόγοι αυτής της έξαρσης κυρίως είναι :

· Η απουσία του νόμου από τις απόμακρες εκείνες περιοχές

· Η αυθαιρεσία των τοπικών αρχόντων και μπέηδων (Τερεμπέηδων)

· Η άγρια και ανελέητη οικονομική εκμετάλλευση.



Το 1857 μετά την έκδοση του ΧάττιΧουμαγιούν (Λαμπρή Γραφή), που προαναφέραμε, σε έκθεση του ελληνικού Υποπροξενείου Τραπεζούντας προς το Υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδας αναφέρεται, ότι η επιτροπή Κρωμιωτών, δηλ. Κρυπτοχριστιανών, που ήταν γνωστοί με αυτό το όνομα στη περιοχή, αναλαμβάνει να συντάξει υπομνήματα. Να αγωνιστεί για την αναγνώριση της χριστιανικής τους πίστης μέσω των Προξενείων της Τραπεζούντας και των Πρεσβειών της Κων/πόλεως. Επισημαίνεται βέβαια ο κίνδυνος για αντίποινα εκ μέρους των Τούρκων. Τονίζεται η ανάγκη λήψης ορισμένων μέτρων. Στο τέλος επισυνάπτεται κατάλογος με πλήρη στοιχεία πόλεων, χωριών, ενορίες σύνολο οικογενειακών Κρωμιωτών και αντίστοιχο σύνολο μουσουλμάνων. Στους 86 οικισμούς φερόταν ότι αντιστοιχούσαν 9.260 μουσουλμάνοι, 16.710 Κρωμιώτες και 29.235 Έλληνες.

Οι κινητοποιήσεις των Κρυπτοχριστιανών του Πόντου για φανέρωση και επίσημη αναγνώριση άρχισαν το 1856 με το ΧάττιΧουμαγιούν και τελείωσαν το 1910 τυπικά και συμβατικά λίγο μετά τη νεοτουρκική επανάσταση. Όμως ουσιαστικά, όλη αυτή η περιπέτεια κράτησε μέχρι και την Ανταλλαγή 1923. Σε όλο αυτό το διάστημα η αντίδραση των Οθωμανικών αρχών δεν ήταν ενιαία ούτε σταθερή.

Η ένταση και η ποιότητα της προσδιοριζόταν κάθε φορά από ειδικές εσωτερικές συνθήκες και εξωτερικές επεμβάσεις. Έτσι η επίσημη πολιτική των Οθωμανών Τούρκων σε αυτό το θέμα, διαδοχικά πέρασε από τα στάδια:

1. Της ανοχής και αδιαφορίας

2. Των εκβιασμών και βασανιστηρίων

3. Της αναγκαστικής αναγνώρισης και υποχρεωτικής στράτευσης.

Την περίπτωση των Κρωμιωτών με το διπλό τρόπο λατρείας την ήξεραν οι μουσουλμάνοι από πολύ παλιότερα. Φυσικό ήταν να δείξουν αρχικά κάποια αδιαφορία και ανοχή για την επικείμενη αλλαγή αφού ήταν λίγο πολύ γνωστό ότι οι Κρωμιώτες ούτε Χριστιανοί ήταν ούτε Μωαμεθανοί.

Στην ανοχή αυτή των τοπικών αρχών οφείλεται και η αθρόα προσέλευση Κρυπτοχριστιανών από τις περιφέρειες της Τραπεζούντας και Αργυρούπολης και η μαζική τους κινητοποίηση για την προώθηση της διαδικασίας αναγνώρισης.

‘Όταν όμως τα γεγονότα εξελίχθηκαν ραγδαία και πήραν απροσδόκητες διαστάσεις, την αρχική ανοχή διαδέχθηκαν κάποιες κολακείες και υποσχέσεις. Επρόκειτο για σκόπιμη συμπεριφορά με στόχο να μην επιμείνουν οι Κρωμιώτεςστην απόφασή τους αλλά να εξακολουθούν να πιστεύουν όπως και πρώτα, σε όποια θρησκεία θέλουν.

Ωστόσο, η πεισματική επιμονή για μαζική αναγνώριση περίπου 25.000 Κρωμιωτών διέγειρε το φανατισμό του Τουρκικού όχλου και ανάγκασε τις τουρκικές αρχές να περάσουν στο δεύτερο στάδιο αντιμετώπισης του κρυπτοχριστιανισμού ζητήματος, στην απειλή και τη βία.

Έτσι, μετά τα γεγονότα του 1857 οι Κρυπτοχριστιανοί του Πόντου έγιναν θύματα βίαιων αντιδράσεων και βασανιστηρίων σε όλη τους την ένταση. Οι τουρκικές αρχές κατάφεραν να διαλύσουν την αρμόδια επιτροπή πριν ολοκληρώσει το έργο της.

Μια σειρά επιθέσεων του Άγγλου πρόξενου Τραπεζούντας F, I. STEVENS αποκαλύπτει την εικόνα των μαρτυριών που υπέστησαν οι Κρωμιώτες. Επισημαίνει ότι ο διοικητής πασάς Ιτζέτ Αχμέτ έτρεφε βαθιά εχθρικά συναισθήματα για όλους τους χριστιανούς, που υπέφεραν τα πάνδεινα από τη μισητή διοίκηση του. Κι αυτό, γιατί οι Κρωμναίοι τόλμησαν να φανερώσουν τη χριστιανική τους πίστη.

Το 1877, σε μια σειρά εκθέσεων του Ελληνικού Υποπροξενείου Τραπεζούντας διεκτραγωδείται το άθλιο κατάντημα του ελληνισμού της περιοχής. Αναφέρονταν περιπτώσεις βίαιων αποπλανήσεων και εξομώσεων στα χωριά Σούρμενα, Μεσαρέα και Κριλάδι. Σημειώνονταν συχνές κακοποιήσεις ιερέων, πυρπολήσεις ή βεβηλώσεις εκκλησιών, φόνοι και ληστείες στα περίχωρα της Τραπεζούντας.

Οι Κρωμιώτες παρά τις απειλές και τα βασανηστήρια επέμεναν στην απόφαση τους. Οι τουρκικές αρχές πιεζόμενες και από τις Μεγάλες Δυνάμεις δέχτηκαν τελικά την αναγνώριση τους.

Τους χαρακτήρισαν ως «τενεσούρρουμ» δηλαδή αρνησιθρήσκους μουσουλμάνους που δέχτηκαν τον χριστιανισμό αλλά με τουρκική εθνότητα. Τους υποχρέωσαν δε να εγγράφονται στα ληξιαρχεία και στα δημοτολόγια με δύο ονόματα, ένα χριστιανικό κι ένα μουσουλμανικό. Έτσι προέκυψαν τα ονόματα Αλή Μιχαήλ, Μουσταφά Νικόλας, Χασάν Σάββας κ.α.

Στα 1910 η πλήρης αναγνώριση των Κρωμιωτών τους απάλλαξε από το χαρακτηρισμό του ανεξιθρήσκου αλλά δεν τους ωφέλησε ως προς τη στράτευση αφού το νεοτουρκικό σύνταγμα προέβλεπε να στρατεύονται ανεξαρτήτως θρησκείας όλοι οι ανδρικοί πληθυσμοί της αυτοκρατορίας ηλικίας 20-60 χρονών.

Έτσι ερμηνεύεται το πληθωρικό μεταναστευτικό ρεύμα χριστιανικών πληθυσμών από περιοχές του Πόντου προς τον Καύκασο, τη Ν. Ρωσία και την Ελλάδα από το 1910 εως την ανταλλαγή διάστημα.

Το μεγαλύτερο μέρος των Κρωμιωτών ήταν μεταλλουργοί και αρχιμεταλλουργοί προερχόμενοι από τις μεταλλευτικές περιοχές Αργυρούπολης, Κρώμνης , Σάντας και Σταυρί.

Αποτελούσαν σπουδαιοτάτους φορείς πλούτου για το κράτος. Είχαν το πλεονέκτημα ειδικής προστασίας , που την εγγυώταν οι νόμοι, τα προνόμια και ο Εμίνης της Αργυρούπολης. Ο οποίος ήταν διοικητης της περιοχής όμως η διεύθυνση των μεταλλείων ηταν εμπιστευμένη σε αρχιμεταλλουργούς δηλ. σε χριστιανικά χέρια.

Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η βοήθεια και η προστασία που προσφέροταν στους Κρυπτοχριστιανούς από τα μεταλλεία και τους αρχιμεταλλουργούς. Στους υπόγειους, ανήλιους χώρους των ορυχείων οι κρυφοί επικοινωνούσαν και συσκέπτονταν τακτικά και ελεύθερα με τους φανερούς Χριστιανούς για κάθε θέμα που τους αφορούσε.

Όμως τα προνόμια των αρχιμεταλλουργών ήταν και μια πρόκληση για τον φανατισμό των Τούρκων. Οι οποιοι παρά τους νόμους, έβρισκαν τρόπους να εκδικούνται.

Κάτω από τέτοιες συνθήκες προστασίας, ο κρυπτοχριστιανισμός του Πόντου λειτούργησε όχι μόνο ως διέξοδος σωτηρίας αλλά και ως αντιδύναμη επιβίωσης και διαιώνισης της φυλής. Οι κρυπτοχριστιανοί του Πόντου ανέπτυξαν μια ιδιαιτερη αίσθηση αγωνιστικότητας με την ηθική και ουσιαστική ενίσχυση των αρχιμεταλλουργών αλλά και των ιστορικών Μοναστηριών που πρόσφεραν λυτρωτικό καταφύγιο σε οσους διώκονταν ή απειλούνταν με τον εξισλαμισμό είτε με τον αφανισμό. Λειτούργησαν δηλ ως εστίες και δυνάμεις φυλετικής και θρησκευτικής άμυνας, ως προστατευτικά οχυρά του γένους.

Στον κατάλογο των κρυπτοχριστιανικών οικισμών του Υποπρόξενου Τραπεζούντας κ. Ν.Κυπριώτη, τον Οκτώβριο του 1857, ο συμπαγής όγκος των Κρυπτοχριστιανών , εντοπίζεται στις μητροπολιτικές επαρχίες Τραπεζούντας, Ροδοπόλεως και Χαλδίαςλόγω των εκει μεγάλων ιστορικών Μοναστηριών του Πόντου.

Γενικά ο Πόντος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μια εκτεταμένη «μοναχική πολιτεία» με τα πολυάριθμα ιστορικά του Μοναστήρια. Εκτός από τα τρία μεγάλα Μοναστήρια της Παναγίας Σουμελά , του Αγ. Ιωάννη Βαζελώνα και του Αγ. Γεωργίου Περιστερεώντα, υπολογίζονταιγύρω στα 50 τα μοναστήρια που ιδρύθηκαν στον Πόντο από τις αρχές του μοναχισμού (3οςμχαι.)

Προεξάρχων υπήρξε ο προστατευτικός ρόλος της Παναγίας Σουμελά.

Στα μοναστήρια κατέφυγαν οι Κρυπτοχριστιανοί χωρίς κανένα φόβο, γιατί συνήθιζαν να τα επισκέπτονταν και οι ίδιοι οι Τούρκοι. Εκεί εκτελόυσαν πιο ελεύθερα τα χριστιανικά τους καθήκοντα μετάληψη, βάπτιση, γάμο κ.α. Από εκει κρατούσαν άσβεστη τη φλόγα της πίστης . Οι δε μοναχοί περιόδευαν και ενθάρρυναν τους διστακτικους. Ταξίδευαν στη Βλαχία, Ρωσία κ.α κι έκαναν εράνους για της ανάγκες των Κρυπτοχριστιανών.

Τα Μοναστήρια ήταν τα θρησκευτικά αλλά και τα εθνικά κέντρα του Ελληνισμού του Πόντου. Λειτουργούσαν ως σκέπη σωτηρίας, ως καταφύγιο λύτρωσης σε μια έκταση που έφτανε μέχρι την Τιφλίδα και σε έναν πληθυσμό που ξεπερνούσε τις 1.500.000 ψυχές.

Ακόμη και σήμερα η Παναγία Σουμελά του Πόντου , είναι ο Πρεσβευτής του απανταχού Ελληνισμού της εντός και εκτός Ελλάδας. Έμεινε εκει ως τηλαυγής φάρος να μας φωτίζει και να μας προσκαλεί κάθε χρόνο στα νάματα του Ελληνισμού. Είναι η στοιχειωμένη ψυχή του Γένους στα βάθη της Ανατολής.

Καθοριστικός αποδείχτηκε ο ρόλος της Πόντιας μάνας στη διάσωση του φανερού και κρυφού Ελληνισμού της περιοχής. Η τακτική επαφή της μάνας με τα μοναστήρια, τις κιβωτούς της Ορθοδοξίας, λειτουργούσε ως αστείρευτη πηγή χριστιανικής πίστης και ως πνοή ηθικής αντίστασης κατά των εκτουρκισμών και εξισλαμισμών που μάστιζαν την περιοχή.

Η καταγραφή των ονομάτων των Κρυπτοχριστανών γυναικών διευκόλυνε , ως αποδεικτικό στοιχείο, την διαδικασία αναγνώρησης και φανέρωσης τους.

Σε όλο το διάστημα της Τουρκοκρατίας μέχρι και την Ανταλλαγή εντυπωσιάζει ο ανδροκρατικός ρόλος της Πόντιας Μάνας. Ιδιαίτερα της Παρχαρομάνας του Πόντου, όπου αναπτύχθηκε ενας ιδιότυπος και ελεύθερος εθνικός βίος και πολιτισμός.

Κυρίαρχη και εξουσιαστική ορθώνεται η μορφή της Παρχαρομάνας στα χλοερά και δροσερά λιβάδια των Παρχαρίων, όπως την εικονίζει η λαΐκή μούσα: « Παρχαρομάναλάλεσεν, ας έρχουν οι ρομάνες, εγώ τα χιόνια έλιωσα και την χλιαδαέγκα»

Αλλά και στην καθημερνή ζωή των ποντιακών Ελληνικών οικισμών, η Πόντια Μάνα κρατά τα ηνία της οικογένειας και της αγωγής των παιδιών. Αφου οι άντρες ξενιτεύονταν κι έμεναν πολλά χρόνια στην Κων/πολη ή στον Καύκασο ή στη Ν.Ρωσία.

Στην περίοδο της Γενοκτονίας (1908-1922) σε κείνη τη φοβερή και σαρωτική καταιγίδα, ξεχωρίζει ο ρόλος της Πόντιας Μάνας.Σαν άλλη Σουλιώτισσα συμμετέχει στον ένοπλο αγώνα των Σανταίων την περίοδο 1916-1921 για την προάσπιση της ηρωικής Σάντας. Στην Κουνάκα και στη Πάφρα ξαναζωντανεύει το ολοκαύτωμα της Αραπίτσας και των Σουλιωτισσών.

Συνοδεύει τα παιδιά της , τους καπεταναίους των ηρωικών αντάρτικών σωμάτων στις μάχες και τα κρυσφήγετα τους για να μην πέσει θύμα των γενοκτονικών σχεδίων του στυγερού δολοφόνου ΤοπάλΟσμάν και του καθοδηγητή του ΚεμάλΑτατούρκ.

Οι Πόντιες Μάνες στη μάυρη εκείνη περίοδο, αναπληρώνουν τον αντρικό πληθυσμό, ο οποίος ή απουσιάζει στην ξενιτιά ή είναι καταδικασμένος σε θάνατο στα δικαστήρια της Αμάσετας και περιμένει τον απαγχονισμό του, ή εξοντώνεται μαζικά στα κολαστήρια των Ταγμάτων Εργασίας ( ΑμελέΤαμπουρού ) ή συμμετέχει στα αντάρτικα σώματα .

Οι ίδιες Πόντιες Μάνες, σαν τραγικές φιγούρες υφίστανται το δράμα των μαζικών εκτοπισμών μαζί με τα παιδιά τους, αναπτύσσοντας , όποια αποθέματα ηθικής αντίστασης και βιολογικής αντοχής απέμειναν.

Κι όταν μετά τη Γενοκτονία και τον Ξεριζωμό , ο Ελληνισμός του Πόντου περνάει στη φάση της προσφυγιάς, εδώ στη Ελλάδα , η Πόντια Μάνα ρίχνεται στον αδυσώπητο αγώνα της σκληρής βιοπάλης δίπλα στον άντρα της, σηκώνοντας στους ώμους της το βάρος της φοβερής εκείνης προσφυγικής τραγωδίας καθότι η Γενοκτονία, ο Ξεριζωμός και στη συνέχεια το Προσφυγικό πρόβλημα αποτελούν μια εσωτερικά δεμένη Τριλογία από τις δραματικότερες που έχει να παρουσιάσει η ιστορία μας.

Στην κορύφωση του δράματος του Ποντιακού Ελληνισμού που συμπίπτει με την Κεμαλική περίοδο (1919-1922) οι διωγμοί γίνονται περισσότερο εξοντωτικοί και θηριώδης. Οι Ελληνικοί και οι Αρμενικοί πληθυσμοί δεν φονεύονται απλάμε μαχαίρια και όπλα. Πεθαίνουν ύστερα από φρικώδη μαρτύρια πρωτοφανή στην ανθρώπινη ιστορία . Άνδρες αλλά και γυναικόπαιδα χωρίς διάκριση ηλικίας. Στην περιοχή μόνο του Πόντου εξοντώθηκαν 353.000 άτομα. Συνολικά από τον Ελληνισμό στης Ανατολής ( Θράκης, Μ .Ασίας, Πόντου) εξοντώθηκαν γύρω στα 900.000 άτομα (1914-1924)

Πόσοι τελικά έμειναν στον Πόντο μετά την ανταλλαγή του 1923; Υπολογίζονατι μεταξύ 62.000 και 85.000 σύμφωνα με τα στοιχεία αξιόπιστων συγγραφέων. Η αίσθητη αυτή διαφορά δείχνει πόσο παρακινδυνευμένο είναι να προσεγγίσουμε τον ακριβή αριθμό των Κρυπτοχριστιανών .

Βέβαιο όμως είναι ότι ένα μεγάλο μέρος των Κρυπτοχριστιανών του Πόντου δεν πρόλαβε να φανερωθεί , αφου κριτήριο για την Ανταλλαγή ήταν μόνο η θρησκεία που πρέσβευαν φανερά οι Ελληνες και οι Τούρκοι. ΄Εμειναν εκεί στις πατρογονικές εστίες όπου εξακολουθεί να καίει το καντήλι της πίστης και της ορθοδοξίας στις ψυχές αυτών των ανθρώπων.

Στο εύλογο ερώτημα πόσοι και σε ποιο βαθμό συνεχίζουν μέχρι και σήμερα τον κρυφό τρόπο Χριστιανικής λατρείας μόνο εμπειρική και ενδεικτική απάντηση μπορεί να δωθεί.

Κατά τον καθηγητή Bryer : « Ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού του Πόντου παρέμεινε πίσω και συνεχίζει μια παράδοση τριών χιλιάδων χρόνων. Πρόκειται για τους Πόντιους που σήμερα πολιτογραφούνται Τούρκοι. Ενώ η καταβολή, τα έθιμα και ο πολιτισμός τους προδίδουν την Ελληνική τους καταγωγή. Ακούω ακόμη να παίζεται η λύρα στα χωριά και στους συνοικισμούς που εγκατέλειψαν οι γονείς σας. Στις εκκλησίες τις λιγοστές που άφησαν απείραχτες , βλέπω τα πρόσωπα σας. Λυράρηδες του σημερινού Πόντου μου έδωσαν σαν ταινία τους να την παραδώσω σε λυράρηδες της Ελλάδος. Ο Πόντος ακόμη ζεί.

Νασάν εκείνοι π΄αποθαν’ σοντόπονπ΄εγεννέθεν.



Γιώργος Αλεβίζος

Πρόεδρος Μικρασιατών

Ποντίων και ΑρμενίωνΣητείας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου